«Ο κόσμος να κάνει το καθήκον του απέναντι στον φασισμό!»

Ο Ολυμπιονίκης Αλέξανδρος Νικολαϊδης μπαίνει στο… ταπί του Gazzetta Weekend Journal και μιλάει για όλα. Αποκαλύπτει τον τρόπο που λειτουργούν οι Ομοσπονδίες, αναφέρεται στο θέμα Αντετοκούνμπο, στον φασισμό, στην παιδεία, αλλά και στο Navarino Challenge, στο οποίο θα βρεθεί για έκτη σερί χρονιά.

Όταν η κουβέντα έρχεται στο θέμα των απόψεων, το κλισέ που κυριαρχεί είναι η περίφημη ατάκα του Κλιντ Ίστγουντ για το γεγονός ότι ο καθένας έχει και από μία. Στον χώρο του αθλητισμού όμως είναι αλλιώς. Κι αυτό γιατί μολονότι όλοι έχουν άποψη, λίγοι είναι εκείνοι που την εκφέρουν χωρίς δεύτερες σκέψεις, που έχουν το θάρρος να την υποστηρίξουν και να εκτεθούν δημόσια υπερασπιζόμενοι τα πιστεύω τους. Ο Αλέξανδρος Νικολαϊδης ανήκει σε αυτούς.

Ο αθλητής Αλέξανδρος Νικολαϊδης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, όντας ένας από τους σημαντικότερους στη σύγχρονη αθλητική Ελλάδα. Αργυρός Ολυμπιονίκης στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και του Πεκίνου, σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο το 2012, πρώτος λαμπαδηδρόμος το 2008 στην Αρχαία Ολυμπία. Ο Θεσσαλονικιός πρωταθλητής απέδειξε επίσης μέσα στα ταπί το μέταλλο από το οποίο είναι φτιαγμένος, όταν στον προημιτελικό των Αγώνων του Σίδνεϊ έσπασε το πόδι του και εκείνη η κραυγή «έσπασε, μαμά, έσπασε» έκανε όσους έβλεπαν από την τηλεόραση να φέρουν ασυναίσθητα το χέρι στο πρόσωπο και να γουρλώσουν τα μάτια με απόγνωση. Ο Αλέξανδρος έπεσε, όμως σηκώθηκε εκκωφαντικά. Με προσπάθεια, αγώνες, διακρίσεις και πεπεισμένος ότι μπορεί να ξεπεράσει οποιαδήποτε δυσκολία βρεθεί μπροστά του.

Έχοντας περάσει πλέον στην απέναντι πλευρά, αυτή του προπονητή, ο Αλέξανδρος Νικολαϊδης διδάσκει τα μυστικά του ταεκβοντό στα μικρά παιδιά, όμως βλέπει την Ομοσπονδία το αθλήματος του να τον αγνοεί επιδεικτικά, όπως και άλλους πρωταθλητές που έχουν σηκώσει στις πλάτες τους τη χώρα. Παράλληλα, είναι πολύ ενεργός στο twitter και εκφέρει άποψη για ό,τι αισθάνεται ότι τον ενοχλεί και τον αφορά. Τον αθλητισμό, τα παιδιά, τις Ομοσπονδίες, τον φασισμό, την κοινωνία. Πρόσφατα, η γνώμη του για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο συζητήθηκε αρκετά.

Ο δίμετρος Ολυμπιονίκης ετοιμάζεται να δώσει για μια ακόμα χρονιά το «παρών» στο Navarino Challenge και μιλάει στο Gazzetta Weekend Journal για αναμνήσεις, πεποιθήσεις, προβλήματα και αγώνες εντός και εκτός ταπί…

«Ο τραυματισμός με έκανε πιο σκληρόπετσο»

Πώς είναι η ζωή ενός Ολυμπιονίκη μετά το τέλoς της καριέρας του; Συνεχίζεις να αθλείσαι;

«Εμένα η ζωή μου συνεχίζει να έχει την προπόνηση σαν καθημερινή προτεραιότητα, εφόσον δεν είναι εις βάρος της δουλειάς και των υποχρεώσεων. Νομίζω ισχύει σε όλους τους Ολυμπιονίκες που έχουμε σταματήσει. Πολύ σπάνια θα βρεις έναν από εμάς να σταματά εντελώς τη σχέση του με τον αθλητισμό. Η εξάρτησή μας από την καθημερινή προπόνηση είναι πολύ μεγάλη για να την καταργήσουμε».

Ο πατέρας σου πρωταθλητής, εσύ πρωταθλητής. Βλέπεις να μεταδίδεται και προς τα παιδιά το «μικρόβιο»; Έχουν κλίση προς τον αθλητισμό;

«Μακάρι! Είναι ακόμα νωρίς, τώρα σε αυτές τις ηλικίες δεν μπορείς να το καταλάβεις πολύ καλά, αλλά αν θέλουν να το ακολουθήσουν, όποιο κομμάτι του πρωταθλητισμού κι αν είναι αυτό, θα είμαι δίπλα τους για όλα».

Αλήθεια, γιατί ταεκβοντό;

«Γιατί το είχε διαλέξει ο πατέρας μου για μένα, εφόσον ήταν πρωταθλητής στο άθλημα. Το ξεκίνησα πάρα πολύ μικρός, δοκίμασα στη διάρκεια της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας διάφορα άλλα αθλήματα, αλλά κανένα δεν με κάλυπτε όπως το ταεκβοντό. Το κατάλαβα σχετικά νωρίς ότι θα είναι η ιστορία της ζωής μου αυτό το άθλημα».

Σε έχει στιγματίσει η στιγμή αυτού του «έσπασε, μαμά, έσπασε»; Όλη αυτή η άνοδος, η πτώση και η μάχη για να φτάσεις πάλι στο υψηλό επίπεδο, σε διαμόρφωσε ως χαρακτήρα;

«Αυτό ακριβώς. Με έκανε πολύ πιο σκληρόπετσο αυτή η ιστορία και μετά οποιαδήποτε δυσκολία, ατυχία και κακό αποτέλεσμα εμφανιζόταν στη διάρκεια της καριέρας μου, είχα μάθει να το αντιμετωπίζω πάρα πολύ εύκολα και κοίταζα πάντα τον επόμενο στόχο. Επειδή όσο δύσκολη και να είναι μια κατάσταση και όσο και ανάποδα κι αν έρθουν κάποια πράγματα, ξέρω ότι μπορώ να ανταπεξέλθω».

Ανέβηκες στη συνέχεια στο βάθρο σε Αγώνες στην ίδια σου τη χώρα, το 2004. Αλλά το αργυρό μετάλλιο σου άφησε μια απογοήτευση. Ήταν  της στιγμής ή συνέχιζες να το σκέφτεσαι;

«Τέσσερα χρόνια το σκεφτόμουν, συνεχόμενα. Δεν ήταν της στιγμής αυτή η απογοήτευση. Όταν ένας αθλητής πηγαίνει σε έναν τελικό, ποτέ δεν θέλει να βγει δεύτερος. Πάντα έχει στόχο να βγει πρώτος. Εμένα αυτή η ήττα και το πώς ήρθε μέσα στην Ελλάδα με πείσμωσε πάρα πολύ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια και ήταν μια από τις κινητήριες δυνάμεις μου για να προσπαθήσω τόσο σκληρά μέχρι το Πεκίνο».

Εκεί ένιωσες αδικημένος;

«Ναι, εκεί ένιωσα πολύ αδικημένος. Αλλά ένιωσα και πολύ καλά με τον εαυτό μου. Δεν είχα τη στεναχώρια που είχα στην Αθήνα, ότι εγώ δεν έπαιξα όσο καλά θα έπρεπε να παίξω και γι’ αυτό το αποτέλεσμα ήρθε έτσι. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω, έβγαλα ό,τι περισσότερο μπορούσα να βγάλω μέσα στον αγώνα. Στη δική μου την καρδιά νιώθω ότι έχω κερδίσει. Βεβαίως, θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα αν είχα κερδίσει και στην εικόνα του αγώνα και στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά δεν είχα πια φαντάσματα να κυνηγάω γιατί ένιωθα με τον εαυτό μου πολύ καλά».

«Η μεγαλύτερη τιμή για έναν αθλητή»

Πώς είναι να μπαίνεις στο Στάδιο, σε Ολυμπιακούς Αγώνες και να κρατάς τη σημαία της χώρας σου;

«Είναι η μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να δεχθεί ένας αθλητής. Τουλάχιστον εγώ έτσι το βλέπω. Και αυτό, αλλά και το ότι ήμουν ο πρώτος λαμπαδηδρόμος το 2008, είναι οι μεγαλύτερες στιγμές της αθλητικής μου καριέρας με πολύ μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες».

Τις βάζεις υψηλότερα και από την κατάκτηση των μεταλλίων, δηλαδή;

«Σίγουρα. Η κατάκτηση ενός μεταλλίου είναι κάτι που συνέβη, το κατάφερα εγώ. Συνέβη από εμένα και το χάρηκα εγώ. Αυτές οι τιμές είναι τιμές της Πολιτείας και κάποιων που σε αναγνωρίζουν και βλέπουν στο πρόσωπο σου πράγματα, που θέλουν να πρεσβεύεις την εικόνα της χώρας σου στο εξωτερικό και για μένα είναι η μεγαλύτερη τιμή αυτό».

Μιας και αναφερθήκαμε σε αναγνώριση, ήσουν σημαιοφόρος, έχεις μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες… Με την ΕΟΕ έχεις καμία ενασχόληση τώρα;

«Όχι δεν έχω κάποια ενασχόληση. Δεν μου προτάθηκε, ούτε εγώ το πρότεινα να πω την αλήθεια. Δεν ξέρω ποια είναι η διαδικασία για να ασχοληθείς με την ΕΟΕ. Παρόλα αυτά για μένα πάντα το δεύτερό μου σπίτι ήταν το Ολυμπιακό Χωριό και η επαφή με αυτούς τους ανθρώπους».

Με την Ομοσπονδία Ταεκβοντό;

«Καμία επαφή από την ημέρα που κατέβηκα από το ταπί. Προφανώς, η Ομοσπονδία έχει τον δικό της προγραμματισμό και δεν συμπεριλαμβάνει μέσα σε αυτόν πολλούς αθλητές που έχουμε τιμήσει τη χώρα μας στο παρελθόν μέσω Ολυμπιακών Αγώνων και Παγκοσμίων Πρωταθλημάτων. Αυτοί ξέρουν καλύτερα γιατί γίνεται αυτό. Εγώ θεωρώ ότι γενικά στον ελληνικό αθλητισμό είναι παραφωνία αυτό το πράγμα. Που κανείς από εμάς δεν βρίσκει χώρο για να μπορέσει να ασχοληθεί με το άθλημα που τον ανέδειξε και να ασχοληθεί με τις επόμενες γενιές και οργανωτικά. Παρόλα αυτά, οι παράγοντες του ελληνικού αθλητισμού και των Ομοσπονδιών μπορεί να γνωρίζουν καλύτερα, γατί εγώ Ομοσπονδιάρχης δεν είμαι και ούτε έχω σκοπό να γίνω».

«Παραφωνία αυτό που κάνουν οι Ομοσπονδίες»

Γιατί πιστεύεις όμως ότι γίνεται αυτό; Είναι θέμα του πως είναι δομημένες κάποιες νοοτροπίες και συνήθειες;

«Νομίζω το θέμα των Ομοσπονδιών είναι πολύ πιο βαθύ για να λυθεί σε μια συζήτηση ολιγόλεπτη, ακόμα και πολύωρη. Είναι καταστάσεις και πρόσωπα που βρίσκονται στις Ομοσπονδίες 20 και 30 χρόνια διακομματικά. Δεν αλλάζει τίποτα σε αυτό το τοπίο και τολμώ να πω με την εμπειρία μου, τουλάχιστον με αυτά που έχουν δει τα μάτια μου και έχουν ακούσει τα αυτιά μου, ότι σε πολύ λίγες ομοσπονδίες είναι προτεραιότητα ο αθλητικός και αγωνιστικός σχεδιασμός της χρονιάς. Για πολλές ομοσπονδίες άλλοι είναι οι στόχοι τους, οι οποίοι δεν συνάδουν με τους αθλητές που ιδρώνουν και ματώνουν κάθε μέρα στα αθλήματά τους».

Πρόσφατα έκανες και ένα σχόλιο για τον Γιώργο Βασιλακόπουλο σχετικά με το θέμα Αντετοκούνμπο και τη συζήτηση που έχει ανοίξει…

«Θεωρώ ότι όταν φέρεσαι όμορφα σε μια οικογένεια και της δίνεις άσυλο για να μεγαλώσει στη χώρα σου, δεν έχεις το δικαίωμα να της ζητάς ανταλλάγματα μετά. Δεν το κάνεις επειδή θέλεις να σου χρωστάνε κάτι, αλλά επειδή είναι το σωστό ανθρωπιστικά. Ο ίδιος ο παίκτης από ό,τι ξέρω -μπορεί να κάνω λάθος- δεν έχει μπει ούτε σε φυτώριο, δεν έχει βοηθηθεί ποτέ από την Ομοσπονδία, ποτέ δεν έχει πάρει μέρος σε αναπτυξιακό καμπ, για να μπορεί να ζητά το ελληνικό μπάσκετ κάτι από αυτόν. Το παιδί ήταν πάντα στις μικρές κατηγορίες, τον βρήκαν Έλληνες σκάουτς και πολύ καλά έκαναν. Ήταν στις μικρές κατηγορίες και αντί να τον προσέχουν σαν τα μάτια τους σε μικρή ηλικία και να του δώσουν όσα χρειαζόταν για να γίνει ο αθλητής που έγινε, τον άφησαν να βολοδέρνει, την οικογένειά του να μην μπορεί να βγάλει τα προς το ζην στην Ελλάδα. Το παιδί έκανε το πιο σωστό που μπορούσε να κάνει. Πήγε στην Αμερική και έφτιαξε τη ζωή του. Για την καριέρα του αθλητικά δεν χρωστάει τίποτα στη χώρα. Τώρα, το αν νιώθει κάποιος ότι θα έπρεπε να του χρωστάει ο Αντετοκούνμπο επειδή του δώσαμε χώρο ως χώρα να έρθει και να ζήσει σαν άνθρωπος, τότε θα έπρεπε να ξανακοιτάξει τα ιδανικά του και τι πιστεύει ότι είναι αυτό που αξίζει κάθε άνθρωπος στην ζωή».

Είναι αλήθεια ότι η Ομοσπονδία ταεκβοντό κάνει καμπ προετοιμασίας το καλοκαίρι και κανένας Έλληνας Ολυμπιονίκης δεν συμμετέχει; 

«Ναι, είναι αλήθεια. Δεν είναι η  Ελληνική Ομοσπονδία γενικά, το κάνει ο πρόεδρός της και δεν συμμετέχει κανένας. Καλούνται διάφοροι αθλητές και προπονητές από το εξωτερικό, αλλά εμείς δεν έχουμε κληθεί ποτέ για να παραβρεθούμε».

Έγραψες ότι ως χώρα έχουμε πολλές επιτυχίες στα ατομικά αθλήματα γιατί ταιριάζουν περισσότερο στο αθλητικό μας προφίλ. Αυτή η απουσία συλλογικής νοοτροπίας θεωρείς ότι είναι θέμα γενικότερο, που ξεφεύγει από τον αθλητισμό;

«Ναι, νομίζω ότι είναι καίριο γνώρισμα του Έλληνα. Εκτός από ελάχιστες, πολύ φωτεινές και πολύ επιτυχημένες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, όπως η εθνική του μπάσκετ, του πόλο και η συγκεκριμένη επιτυχία που έκανε το ποδόσφαιρο. Πέραν αυτών, νομίζω ότι τα ατομικά αθλήματα ταιριάζουν πολύ περισσότερο στον Έλληνα γιατί λόγω νοοτροπίας δεν έχει μάθει να συνεργάζεται πολύ εύκολα, τον ενδιαφέρει περισσότερο η δική του επιτυχία εις βάρος της αποτυχίας του άμεσου αντιπάλου του και έχει μάθει να δρα με πολύ προσωπικούς και δικούς του στόχους».

«Να μην ξαναδούν τη Βουλή από μέσα!»

Σε πρόσφατο ρεπορτάζ του Guardian, αναλύθηκε το πώς μερικές φασιστικές ομάδες χρησιμοποιούν τις μικτές πολεμικές τέχνες για να στρατολογήσουν κόσμο. Γίνεται κάτι τέτοιο στην Ελλάδα και στα μαχητικά αθλήματα;

«Εγώ μπορώ να μιλήσω για τον δικό μου το χώρο και το δικό μου το άθλημα. Στα υπόλοιπα αθλήματα θα ήθελα να μην συμβαίνει και θέλω να πιστεύω ότι δεν συμβαίνει. Το δικό μας το άθλημα όμως είναι πολύ διαφορετικό από τις υπόλοιπες πολεμικές τέχνες. Το ταεκβοντό είναι μαζί με το τζούντο η μοναδική πολεμική τέχνη που φοράει την άσπρη στολή του Ολυμπιακού αθλήματος και δεν είναι τυχαίο το ότι επιλέχθηκε να είναι σε αυτά. Διδάσκει πολύ περισσότερο τον σεβασμό στον αντίπαλο παρά το να είσαι βίαιος και δεν πλάθει τέτοιους χαρακτήρες. Σε εμάς οι χαρακτήρες που θέλουν να μπλέξουν σε φασαρίες ή να χρησιμοποιήσουν αθέμιτα τις πολεμικές τέχνες έρχονται και διαμορφώνονται, γίνονται καλύτεροι άνθρωποι. Το έχω ακούσει κι εγώ ότι συμβαίνει στο εξωτερικό. Τώρα για τις φασιστικές οργανώσεις, δεν νομίζω ότι το μοναδικό πρόβλημα είναι οι πολεμικές τέχνες που μαθαίνουν. Νομίζω το φασιστικό πρόβλημα είναι ένα ευρύτερο στην Ευρώπη θέμα που πάει να μεγαλώσει πολύ περισσότερο και να δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα. Ελπίζω ο κόσμος να ξυπνήσει όσο γίνεται πιο νωρίς και να κάνει το καθήκον του απέναντί τους».

Είχες μιλήσει με ανάρτησή σου στο twitter για τον αυθεντικό, τον σιχαμένο φασισμό που έχουμε βάλει στη Βουλή. Βλέπεις να γίνεται κάτι γι’ αυτό;

«Εσείς μιλάτε με περισσότερο κόσμο από ότι εγώ λόγω της ιδιότητάς σας. Για εμένα ευχής έργον είναι αυτοί οι άνθρωποι να μην ξαναδούν ποτέ από μέσα τη Βουλή και νομίζω του κάθε ανθρώπου που θέλει να σέβεται τη γνώμη και τον τρόπο σκέψης του. Οι ρητορικές βίας και όλα αυτά που πρεσβεύουν αυτά τα κόμματα κι αυτοί οι άνθρωποι δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση με τη σύγχρονη κοινωνία και μόνο πίσω μας πάνε σαν ανθρώπους, σε έναν κόσμο που συνεχώς εξελίσσεται και ανοίγει τις αγκαλιές του για όλους».

Υπάρχει μια φουρνιά αθλητών που δείχνει να διαφέρει, είχες αναφερθεί και εσύ σχετικά στη συνέντευξη του Γιώργου Μπαντή στο gazzetta.gr, όμως ίσως παραμένει μειοψηφία. Θεωρείς ότι πολλοί αθλητές φοβούνται να πουν αυτά που πραγματικά νιώθουν;

«Ναι. Καταρχήν να πω πολλά συγχαρητήρια στον συγκεκριμένο γιατί δείχνει για μένα τεράστιο επίπεδο. Όχι μόνο για το γεγονός ότι πιστεύει όλα αυτά που είπε, αλλά και για το γεγονός ότι τα είπε. Γιατί πολύς κόσμος πάει με την πεπατημένη και φοβάται να μην θίξει πρόσωπα, καταστάσεις αλλά και νοοτροπίες αυτή τη στιγμή στη σύγχρονη Ελλάδα. Είναι ένα πολύ μεγάλο παράδειγμα ο συγκεκριμένος αθλητής, όπως και άλλοι. Για παράδειγμα ο Άκης Καλλινικίδης στο μπάσκετ, που τον παρακολουθώ πάρα πολύ στενά τι λέει, αλλά και άλλοι αθλητές. Νομίζω ότι δεν έχουμε την ευθύνη να εξωτερικεύουμε την άποψή μας για να την ακούν όλοι, αλλά έχουμε το δικαίωμα. Και όσο περισσότερο χρησιμοποιείς αυτό το δικαίωμα, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να ανοίξεις κάποια μυαλά και αν τους κάνεις να δουν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο».

«Οι γονείς το μεγαλύτερο πρόβλημα»

Ένα πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ στο περιοδικό δρόμου Σχεδία επικαλούταν ερευνά του 2016, της Εθνικής Συμμαχίας για τον Παιδικό Αθλητισμό στις ΗΠΑ, από την οποία προκύπτει ότι το 70% των παιδιών αθλητών εγκαταλείπουν τα σπορ στην ηλικία των 13 χρόνων γιατί, πλέον, δεν αντλούν καμία χαρά από αυτά. Είχες δηλώσει ότι κάπου σε αυτή την ηλικία σκεφτόσουν κι εσύ να τα παρατήσεις. Γιατί; 

«Καταρχάς στην Ελλάδα νομίζω ότι αυτό συμβαίνει σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, γύρω στα 15 με 16, όπου τα παιδιά θα πρέπει να διαλέξουν την σταδιοδρομία τους, τον επαγγελματικό τους προσανατολισμό. Αν θα είναι μέσω του αθλητισμού ή εκτός από αυτόν. Εγώ συγκεκριμένα το σκεφτόμουν γιατί δεν ήξερα, με είχαν πιάσει ανασφάλειες όπως σε όλα τα παιδιά σε αυτή την ηλικία. Δεν ήξερα αν θα καταφέρω να είμαι τόσο επιτυχημένος ώστε όλη μου τη ζωή να την υποθηκεύσω πάνω σε αυτό το άθλημα και να ποντάρω στο ότι θα καταφέρω να στηρίξω την υπόλοιπη ζωή μου επαγγελματικά και οικονομικά. Τελικά πήρα νομίζω τη σωστή απόφαση. Στο εξωτερικό δεν ξέρω για ποιους λόγους σταματούν. Κυρίως για την Αμερική, όμως, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι ο σχολικός αθλητισμός είναι σε ένα πολύ διαφορετικό επίπεδο από την Ελλάδα. Δεν μπορούμε καν να το διανοηθούμε. Ένα παιδί που έχει φτάσει να μπαίνει στο Πανεπιστήμιο με αθλητικές ολόκληρες ή μισές υποτροφίες, ως αθλητής είναι στις ομάδες του σχολείου του από το γυμνάσιο, το λύκειο και μετά στο πανεπιστήμιο και μέχρι να βγει από αυτό και να μπορέσει να γίνει επαγγελματίας αθλητής. Νομίζω ότι το αθλητικό μοντέλο της Αμερικής είναι το καλύτερο που μπορεί να αντιγράψει οποιαδήποτε χώρα. Δεν ξέρω αν έχουν καταφέρει να το κάνουν. Όμως νομίζω ότι τα αποτελέσματα του αμερικανικού αθλητισμού αποδεικνύουν ότι αυτός είναι ο τρόπος για να πάει μπροστά αθλητικά μια χώρα και να πάρεις αθλητική παιδεία από πολύ μικρός».

Όπως είναι η κατάσταση στην Ελλάδα, θεωρείς ότι δεν μπορεί να συνδυαστεί η δημιουργία ενός πρωταθλητή με σχολεία, φροντιστήρια και την έξτρα πίεση που όλα αυτά επιφέρουν; Δηλαδή καλείται να επιλέξει ή το ένα, ή το άλλο;

«Ιδίως με τα τελευταία νομοσχέδια που καταργούν τα αθλητικά προνόμια σε αυτές τις ηλικίες, νομίζω είναι μονόδρομος για όλους τους γονείς να πουν στα παιδιά τους ότι “ήρθε η ώρα να σταματήσεις το άθλημα που κάνεις”.  Ακόμα κι αν το έκανε σε ένα επίπεδο που δεν θα του φέρει ποτέ μια παγκόσμια ή πανευρωπαϊκή επιτυχία, αλλά θα μπορούσε να πάρει κάποια μόρια για να μπει σε μια σχολή. Όσοι δεν ασχολούνται με τον αθλητισμό νομίζουν ότι ήταν άδικα αυτά τα προνόμια και ότι επειδή αυτά τα παιδιά έκαναν μια κάποια αθλητική επιτυχία έχουν το δικαίωμα να εισαχθούν σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Αλλά δεν μπορούν να μετρήσουν τις ώρες που έκαναν αυτά τα παιδιά μακριά από τις παρέες τους και τις έξτρα ώρες που έπρεπε να να είναι σαν ενήλικες σε αυτές τις μικρές ηλικίες για να κάνουν υπεύθυνα την προπόνηση εκτός από τα διαβάσματα. Ελπίζω να διορθωθεί γιατί άκουσα ότι έχουν καταλάβει ότι είναι μαι παραφωνία αυτό στην παιδεία και θέλουν να διορθωθεί,. Ελπίζω με τα κατάλληλα μέτρα να επανέλθουν τα προνόμια για να μπορέσουν τα παιδιά να κάνουν άφοβα αθλητισμό και να ελπίζουν σε επιτυχίες που θα τους βοηθήσουν στη συνέχεια της ζωής».

Μιας και αναφέρθηκες στους γονείς, η πίεση του γονέα που συχνά προσπαθεί να αντικαταστήσει τον προπονητή και φέρνει στο παιδί ένα έξτρα άγχος, είναι ένας παράγοντας που μπορεί να το αποθαρρύνει τελικά από το να συνεχίσει τον αθλητισμό;

«Για εμάς τους προπονητές -γιατί προπονητής είμαι πλέον- το μεγαλύτερο πρόβλημα που μπορεί να δημιουργηθεί σε έναν σύλλογο είναι με τους γονείς των παιδιών και όχι με τα ίδια τα παιδιά. Τα παιδιά έχουν το όμορφο ένστικτο της ανταγωνιστικότητας μέσα τους. Οι γονείς, επειδή συνήθως υπάρχει και η ζήλια, αντιδρούν πολύ διαφορετικά. Νομίζω ότι είναι θέμα του κάθε προπονητή το να μπορέσει να βάλει μυαλό σε αυτούς τους γονείς και να τους δώσει να καταλάβουν ότι η συμπεριφορά τους μόνο αρνητική επίδραση μπορεί να έχει. Για να μπορέσουν να βοηθήσουν και οι ίδιοι τα παιδιά τους σε κάτι που θέλουν τόσο πολύ, αλλά με το σωστό τρόπο και όχι με τον λάθος. Εμένα μου έχει τύχει πατέρας αθλητή που κάνει δύο χρόνια ταεκβοντό να μου δίνει οδηγίες πώς να κοουτσάρω το παιδί του στους αγωνιστικούς χώρους…»

«Το Navarino Challenge είναι σαν να ανοίγουμε το σπίτι μας»

Είναι τελικά πιο δύσκολο να είσαι προπονητής, από το να είσαι αθλητής;

«Επειδή ακόμα δεν είμαι προπονητής σε αθλητές υψηλού πρωταθλητισμού, αλλά ευελπιστώ να γίνω με την πάροδο των χρόνων, θα σου πω ότι όχι, αυτή τη στιγμή για εμένα ήταν πιο δύσκολο ως αθλητής. Οι μικρές ηλικίες είναι πολύ αγχολυτικές για εμάς. Ηρεμεί το μυαλό και μας κάνουν να βλέπουμε τη ζωή με διαφορετικό μάτι. Σίγουρα είναι πολύ αγχωτικό το να είσαι προπονητής σε υψηλό επίπεδο με αθλητές που το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τους προετοιμάσεις όσο περισσότερο γίνεται, αλλά η τελική έκβαση είναι στα δικά τους χέρια και εσύ δεν μπορείς να κάνεις πάρα πολλά. Θέλω να το νιώσω αυτό το άγχος για να σου απαντήσω κάποια στιγμή με σιγουριά. Αλλά πραγματικά θυμάμαι το άγχος μου σαν αθλητής και δεν συγκρίνεται με αυτό που νιώθω τώρα, το οποίο είναι σίγουρα σε χαμηλότερο επίπεδο».

Είσαι πρεσβευτής για έκτη σερί χρονιά στο Navarino Challenge. Πώς είναι η εμπειρία; Αποτελεί έναν τρόπο για να έρθουν άνθρωποι που δεν έχουν τόσο μεγάλη ενασχόληση κοντά στον αθλητισμό και τις αξίες του;

«Για εμάς τους πρώην αθλητές και Ολυμπιονίκες το να συμμετέχουμε σε τέτοιες διοργανώσεις, είναι σαν να ανοίγουμε την πόρτα από το σπίτι μας και να υποδεχόμαστε κόσμο μέσα. Θέλουμε όλο και περισσότερο κόσμο να γνωρίσει το αίσθημα και την αγάπη του καθημερινού αθλητισμού και νομίζω ότι η τεράστια επιτυχία που έχει η συγκεκριμένη διοργάνωση έχει καθημερινό αντίκτυπο σε όλους αυτούς που έρχονται για να συμμετέχουν στο Navarino Challenge τα τελευταία έξι χρόνια, που είμαι και εγώ εκεί. Βλέπω συνεχώς ίδια πρόσωπα με τις προηγούμενες χρονιές, αλλά και περισσότερα, κάτι που σημαίνει ότι όποιος έρχεται το χαίρεται πάρα πολύ και βάζει τον αθλητισμό καθημερινά στη ζωή του γιατί σκέφτεται ότι “θέλω τον χρόνο να έρθω και από εκεί που έτρεξα στα πέντε χιλιόμετρα να τρέξω στα δέκα και να κάνω καλύτερο χρόνο”. Βάζει αυτό το καθημερινό μικρόβιο του αθλητισμού μέσα τους και για εμάς, τους πρώην αθλητές και Ολυμπιονίκες, είναι υποχρέωση και ιερό καθήκον να το βάλουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερα σπίτια μπορούμε».

Είσαι λάτρης του ΝΒΑ και του μπάσκετ γενικότερα, είσαι και οπαδός του Άρη… Θα πήγαινες σε κάποιο διοικητικό πόστο στο μπάσκετ του Άρη;

Έχω πάει στο παρελθόν στο ποδόσφαιρο και μπορώ να πω από την πάροδο αυτών των ετών ότι ενώ τότε πήγα μόνο για να βοηθήσω, αν κοιτούσα πίσω τώρα δεν θα ήθελα να έχω πάρει αυτή την απόφαση. Γιατί αν εμπλακείς διοικητικά, όταν έρθει η ώρα να φύγεις θα φύγεις πάντα με κατεβασμένο πρόσωπο και για κάποιο λόγο. Αυτός σχετίζεται με το ότι κάποιος θα θέλει να φύγεις πιστεύοντας ότι δεν έκανες κάτι αρκετά καλά, ενώ θεωρεί ότι κάποιος άλλος το έκανε καλύτερα. Είμαι Αρειανός από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω μεγαλώσει μέσα στο Παλέ με τις τεράστιες ομάδες του Άρη και ό,τι και να γίνει θα είμαι πάντα Αρειανός και μπασκετικός. Στις κερκίδες θα βρίσκομαι για πάντα, αλλά δεν νομίζω ότι είμαι ο κατάλληλος για να συμμετέχω με οποιονδήποτε τρόπο στη διοίκηση ενός αθλήματος που έχω μάθει να το αγαπάω από τις κερκίδες. Νομίζω ότι η αγνή αγάπη από εκεί είναι πολύ πιο εποικοδομητική από αποτυχημένες διοικητικές προσπάθειες».