Αλέξανδρος Νικολαΐδης: Η μεγάλη αφήγηση μιας μεγαλειώδους ζωής

Το Oneman συνομίλησε με τον πρωταθλητή που σε τέσσερις συνεχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν άφησε τίποτα όρθιο: το πόδι του, τις πόρτες των αποδυτηρίων, τις καρδιές μας.

ίγο πριν τον αποχαιρετίσω τον ρώτησα τι του λέει ο κόσμος όταν τον αναγνωρίζει στον δρόμο. “Πως δεν περίμεναν ότι είμαι τόσο ψηλός” μου απάντησε γελώντας, και μετά συμπλήρωσε τις πιο αναμενόμενες ατάκες όπως “μας έκανες υπερήφανους” και “μας συγκίνησες”. Δεν ξέρω γιατί το θεωρώ τόσο σημαντικό να τονίσω τα δύο μέτρα ύψους του Αλέξανδρου στην αρχή αυτού του κειμένου, μάλλον όμως θέλω να σας τον συστήσω ακριβώς όπως τον γνώρισα και εγώ. Και η πρώτη εικόνα που συνάντησα εκείνο το πρωινό που βρεθήκαμε σε μια καφετέρια της Θεσσαλονίκης ήταν ένα φιλικό, χαμογελαστό πρόσωπο που απλά έπρεπε να κοιτάξω λίγο πιο ψηλά απ΄ότι συνήθως για να το δω, μέχρι δηλαδή να βολευτεί απέναντι μου και να ξεκινήσει να διηγείται ιστορίες 36 ετών και 4 Ολυμπιακών διοργανώσεων, ή αλλιώς ολόκληρη τη ζωή του.

“Είμαι γιος του Γιώργου Νικολαΐδη, ενός πρωταθλητή πολύ μεγάλου για εκείνα τα χρόνια, που από την πρώτη στιγμή που έμαθε πως η γυναίκα του είναι έγκυος ήθελε το παιδί να είναι αγόρι και να τον κάνει αθλητή και πρωταθλητή σαν αυτόν. Όταν, λοιπόν, γεννήθηκα ήταν σαν να έχω έναν προορισμό από τον πατέρα μου. Δέκα χρόνια αργότερα γεννήθηκαν και τα δίδυμα αδέρφια μου, ο Ανέστης και η Μαρία. Η μητέρα μου δεν είχε καμία σχέση με τον αθλητισμό, αλλά κατέληξε να κρατάει ένα σπίτι με τρεις αθλητές: τον πατέρα μου, τον αδερφό μου και εμένα”.

Δεν χρειάστηκαν περισσότερα από λίγα λεπτά συζήτησης με τον Αλέξανδρο για να καταλάβω πόσο καθοριστικός ήταν ο ρόλος του πατέρα του στην ιστορία που θα ακολουθούσε. Και μπορεί από την αρχή να γνώριζα το happy end -όταν έχεις μπροστά σου έναν δις Ολυμπιονίκη με τέσσερες ολυμπιακές συμμετοχές δεν υπάρχουν περιθώρια αμφιβολίας- όπως, όμως, διηγείται ο ίδιος το ξεκίνημα δεν ήταν ομαλό. Κανένα μέρος της κινηματογραφικής πορείας του δεν ήταν ομαλό.

“Ξεκίνησα την ενασχόληση μου με το τaεκβοντό σε ηλικία 3 ετών και οι πρώτες μου μνήμες είναι φωτογραφικές, ή τις γνωρίζω από διηγήσεις. Ξέρω, δηλαδή, πως η πρώτη φορά που περπάτησα και μίλησα ήταν μέσα στο γυμναστήριο. Μέχρι μια ηλικία το έβλεπα σαν παιχνίδι, αλλά επειδή ο πατέρας μου με προόριζε για πρωταθλητισμό σταμάτησε αρκετά νωρίς να είναι παιχνίδι, πιο νωρίς δηλαδή από όσο έπρεπε. Στην ομάδα ήμασταν από 15 έως και 25 παιδιά, φυσικά όμως εγώ πήγαινα νωρίτερα και τελείωνα αργότερα και αντί για τρεις προπονήσεις που έκαναν οι υπόλοιποι έκανα πέντε. Το Σάββατο που δεν είχα προπόνηση επίσης πήγαινα στο γυμναστήριο, μαζί με τον πατέρα μου. Μέχρι τα 14 μου σκεφτόμουν να σταματήσω τελείως, δεν μου άρεσε καθόλου. Πήγαινα στο γυμναστήριο με καυγά και μάλωνα με τον πατέρα μου στην προπόνηση. Ήμουν στο γυμναστήριο περισσότερο από όσο θα ήθελα, για αυτό και τώρα που έχω ελεύθερο χρόνο είμαι λίγο περισσότερο παιδί από όσο θα έπρεπε να είμαι, ίσως κερδίζω τον χρόνο που έχασα”.

Γεννήθηκε αθλητής, αποφάσισε πως θα γίνει πρωταθλητής

Του ζητάω να ορίσουμε το σημείο αφετηρίας και χωρίς σκέψη θυμάται τους πρώτους του επίσημους αγώνες, όταν ήταν 11 ετών σε ένα στάδιο στο εθνικό στάδιο της Μίκρας, στη Θεσσαλονίκη.

“Είχα πάρα πολύ άγχος. Από τη μία μπορεί να μην το ήθελα το τάεκβοντο, το έκανα γιατί με πίεζε ο πατέρας μου, από την άλλη ένιωθα πως έπρεπε να κερδίσω για να μην τον απογοητεύσω. Επίσης ήξερα πως με έβλεπε κόσμος που γνώριζε πως είμαι καλός στο άθλημα και ήταν ένας επιπλέον λόγος για να θέλω να κερδίσω. Όπως γίνεται, όμως, συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις τελικά έχασα και με πείραξε πάρα πολύ. Όχι επειδή απογοήτευσα τον πατέρα μου ή τους άλλους, αλλά επειδή απογοήτευσα τον ίδιο μου τον εαυτό. Τότε αποφάσισα πως πρέπει να το κάνω λίγο καλύτερα αυτό που κάνω, γιατί τελικά δεν μου αρέσει να χάνω. Τα ζόρια βέβαια συνεχίστηκαν μέχρι τα 13 – 14, αλλά άρχισα να είμαι λίγο πιο συνειδητοποιημένος. Παράλληλα, βέβαια, αυτά ήταν και τα χειρότερα χρόνια για μένα, γιατί άρχισαν οι καφέδες, ή μάλλον άρχισαν για τους άλλους, γιατί εγώ με το που σχολούσα έπρεπε να πάω στο γυμναστήριο για την πρώτη μου προπόνηση, καθώς το βράδυ στις 20:00 είχα την δεύτερη. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τη  Β’ λυκείου που είχα την πρώτη μου μεγάλη επιτυχία και κατάλαβα πως αυτός είναι ο δρόμος μου, αυτό θα κάνω στη ζωή μου και πλέον το αγάπησα”.

Στην καρέκλα του προπονητή από το 1996 έως το 2012 θα κάθεται ο Κώστας Τζιδημόπουλος. Ο Κώστας εκτός από προπονητής του Αλέξανδρου, από την πρώτη έως την τελευταία του μέρα στην Εθνική Ομάδα, υπήρξε προπονητής και του αδερφού του, Ανέστη, καθώς και νονός της αδερφής του, Μαρίας. Η προπόνησή του Αλέξανδρου παραμένει, λοιπόν, οικογενειακή υπόθεση. Η οικογένεια του άλλωστε είναι αυτή που θα τον στηρίξει και στα επόμενα βήματά του, μέχρι το τέλος.

“Ο πατέρας μου είναι προπονητής μου και δάσκαλος μου μέχρι και σήμερα, αυτό δεν αλλάζει. Όταν, όμως, έγινα 15 ετών μπήκα στην Εθνική Ομάδα και πια σαν coach μου με ανέλαβε ο Κώστας Τζιδημόπουλος ο οποίος είναι παιδικός φίλος του πατέρα μου – μεγαλώσανε μαζί στην Εθνική Ομάδα και για ένα διάστημα υπήρξε και προπονητής του. Δεν έχω συγγένεια εξ αίματος, τον αποκαλώ όμως θείο. Μετά τον πατέρα μου είναι η πιο κοντινή πατρική φιγούρα που έχω. Η σχέση προπονητή – αθλητή είναι σχέση αλληλεξάρτησης. Το ταεκβοντό είναι ατομικό άθλημα στα χαρτιά. Στις προπονήσεις και στους αγώνες πρόκειται για ένα ομαδικό άθλημα στο οποίο ο coach συμπληρώνει τον αθλητή και το αντίστροφο. Μέσα στον αγώνα ο coach είναι το μυαλό και τα μάτια του αθλητή. Άμα υπάρχει μία ψυχική σύνδεση ανάμεσα τους και ο coach μπορεί με ένα βλέμμα να πει στον αθλητή τι πρέπει να κάνει τότε έχει επιτευχθεί η απόλυτη σύνδεση. Εγώ είχα την τύχη να το απολαμβάνω αυτό με τον Κώστα. Υπήρχαν φορές που χωρίς να βλέπει το πρόσωπο μου, από τις κινήσεις μου και μόνο μες τον χώρο καταλάβαινε αν έχω χάσει τη ψυχραιμία μου ή αν με ενοχλεί κάτι. Επειδή με ξέρει απ’έξω και ανακατωτά πάντα βρίσκαμε μαζί τον τρόπο, μες τον αγώνα, να διορθώνουμε όσα μας πήγαιναν στραβά. Κατά περιόδους οι ψυχική σύνδεση που είχα μαζί του ήταν μεγαλύτερη και από αυτήν που μοιραζόμουν με τον πατέρα μου. Η ιστορία που μοιράζεται ένας coach με έναν αθλητή είναι δεσμός ζωής που δεν πρόκειται να σπάσει ποτέ”.

Ο Κώστας ξεχειλίζει από αγάπη και περηφάνια όταν μιλάει για τον Αλέξανδρο και εξηγεί με την σειρά του πως αυτή η σύνδεση που μοιράζονται οι δυο τους μέχρι και σήμερα δεν επιτυγχάνεται με όλους τους αθλητές. «Η μεταξύ μας χημεία ήταν μαγική, συνεννοούμασταν με ένα βλέμμα. Δέσαμε μεταξύ μας. Για αυτό εξάλλου προτιμούσε εμένα, ενώ είχε τη δυνατότητα να έχει και κορεάτες προπονητές».

Για δύο συνεχόμενα χρόνια, το 1996 και το 1997,  ο Αλέξανδρος είχε τρεις μεγάλες επιτυχίες. Στα 16 και στα 17 του Ευρωπαϊκός πρωταθλητής εφήβων και στα 16 Παγκόσμιος πρωταθλητής εφήβων. Η κατάκτηση του τίτλου του Παγκόσμιου Πρωταθλητή Εφήβων έβαλε το οριστικό τέρμα στις σκέψεις του τι θα κάνει και αν θα συνεχίσει.

“Αποφασίζω τότε πως είμαι προγραμματισμένος για τον πρωταθλητισμό του ταεκβοντό. Το 1997 ήταν τρία χρόνια μακριά από τους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ. Τότε ένιωσα για πρώτη φορά πως μπορώ να πάω στους Ολυμπιακούς αγώνες, ενώ μόλις έναν χρόνο νωρίτερα έβλεπα τους αθλητές από την τηλεόραση. Το να πας στους Ολυμπιακούς ήταν και είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο γιατί σημαίνει πως πρέπει να είσαι μέσα στους top 16 αθλητές. Μερικές φορές το να μπεις στην δεκαεξάδα είναι πιο δύσκολο και από το να πάρεις ολυμπιακό μετάλλιο. Είμαι 16 χρονών, κατά κάποιο τρόπο το σχολείο έχει γίνει χόμπι και όλα έχουν να κάνουν με το ταεκβοντό και το πώς το 1999 θα πάρω την πρόκριση. Από τότε, όμως, συνειδητά επέλεγα να απεμπλέκομαι, να μην έχω συνέχεια στο μυαλό μου τον πρωταθλητισμό γιατί ήξερα πως μπορεί να είναι ζημιογόνος για τη ψυχή μου. Σε φορτώνει με πολύ στρες και σε κάνει μονόχνοτο ως άνθρωπο. Ήταν πιο εύκολο για μένα να μιλάω με ανθρώπους που συναναστρεφόμουν στο ταεκβοντό, αλλά χρειαζόμουν να έχω και επαφή με άλλους ώστε να μπορώ να ξεκουράζω το μυαλό μου από αυτό που έκανα όλη την υπόλοιπη ημέρα”. 

Το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι οι ήρωες

Το αν ο κινηματογράφος αντιγράφει τη ζωή ή αν εμείς αντιγράφουμε τον κινηματογράφο ήταν ένα ερώτημα που δεν με είχε απασχολήσει ποτέ. Η πορεία, όμως, του Αλέξανδρου δίνει από μόνη της την απάντηση, καθώς θυμίζει χολιγουντιανό σενάριο. Τον Οκτώβριο του 1999 πήρε την πολυπόθητη πρόκριση και έναν μήνα αργότερα έσπασε το πόδι του σε τροχαίο, καθώς πήγαινε –πού αλλού;- στην προπόνηση.

“Δεν είχα την πολυτέλεια να σταθώ πολύ στο πώς και γιατί έγινε γιατί τον Σεπτέμβριο του 2000 έπρεπε να αγωνιστώ. Από την δεύτερη μέρα που ξάπλωσα στο κρεβάτι με σπασμένο πόδι σκεφτόμουν πώς θα γίνει να βγάλω τον γύψο όσο πιο γρήγορα γίνεται για να μπορώ έστω να συμμετάσχω. Το ξεπέρασα αρκετά εύκολα, το δύσκολο ήταν όταν το έσπασα ξανά στους Ολυμπιακούς”.

Παύση. Την παύση την κάνω εγώ στο μυαλό μου, ενώ ο Αλέξανδρος συνεχίζει να μιλάει κανονικά. Τον ακούω και παράλληλα θυμάμαι την αχνή ανάμνηση του αγνώστου μέχρι τότε παιδιού που έδειξαν στις ειδήσεις να σπάει το πόδι του κατά τη διάρκεια του αγώνα, κάνοντας μας να ανατριχιάσουμε με την απόγνωση στη φωνή του: “έσπασε, μαμά έσπασε”. Τώρα τον έχω απέναντί μου, να μου λέει πως από τους πρώτους του Ολυμπιακούς Αγώνες θυμάται με χαρά και ανατριχίλα την τελετή έναρξης, τις φιλίες που έκανε και κρατάει μέχρι τώρα, αλλά και το ότι κατάλαβε τι είναι η μορφίνη γιατί  “για να συνέλθω αναγκάστηκαν να μου κάνουν ένεση, καθώς δεν ήμουν καλά ούτε ψυχολογικά ούτε σωματικά. Είχα βρεθεί σε ένα σοκ όπου μία έκλαιγα, μία έβριζα και μία γελούσα”.

Μπορεί οι γονείς του να ήταν εκεί μαζί του, μετέδιδαν όμως στην υπόλοιπη οικογένεια που είχε μείνει στη Θεσσαλονίκη το τι γίνεται μέσω του τηλεφώνου, που δεν έκλεινε σχεδόν ποτέ. Λόγω της διαφοράς ώρα και της μικρής του ηλικίας ο Ανέστης εκείνο το βράδυ κοιμόταν, όταν ξαφνικά άκουσε τη γιαγιά του να κλαίει. “Πρέπει να ήταν πέντε η ώρα το πρωί. Ξύπνησα από τις φωνές της και το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως έχασε. Όταν έμαθα τι είχε γίνει  η στεναχώρια μου δεκαπλασιάστηκε”.

 

Εκτός από την οικογένειά του, την πορεία του Αλέξανδρου στους πρώτους του Ολυμπιακούς την παρακολουθούσε από στενά ένα πλήθος αθλητών, φίλων, γνωστών, αλλά και δημοσιογράφων. Στους τελευταίους άνηκε και ο Ηλίας Τάταλας, δημοσιογράφος και οικογενειακός φίλος του Αλέξανδρου. “Μπορεί να γνωριζόμασταν από παιδιά, η σχέση μας όμως αναπτύχθηκε στις παραμονές του Σίδνεϊ”. Δεν στέκεται καθόλου στη στιγμή του ατυχήματος, παρά μόνο τονίζει το μετά: “Σηκώθηκε και στάθηκε στα πόδια του, αυτό θέλει πολλά κότσια. Ο Αλέξης έδωσε μάθημα χαρακτήρα γιατί έπεσε και ξανασηκώθηκε. Δεν το έβαλε κάτω, αλλά γύρισε πιο δυνατός. Αυτή του η επιστροφή τον καθιέρωσε. Και φυσικά όλες τις δυσκολίες τις ξεπερνούσε έχοντας τη στήριξη της οικογένειάς του. Μεγάλωσε με την αρχή να μην το βάζει ποτέ κάτω και η επιμονή του ανταμείφτηκε”.

Στη δύναμή του και στη θέληση του στέκεται και ο προπονητής του, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος λέει πως αυτήν τη δύσκολη περίοδο της ζωής του δεν θέλει να την ξεχάσει, καθώς “Αυτές οι στιγμές διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μου. Ήταν ακριβώς το ίδιο σπάσιμο, στο ίδιο σημείο. Έπρεπε να κρατήσω τον γύψο τέσσερις μήνες την πρώτη φορά και τον έβγαλα στους δυόμισι. Όταν μου είχαν πει ‘έκλεισε, αλλά δεν είναι έτοιμο’ εγώ άκουσα μόνο το πρώτο σκέλος. Τον έβγαλα, ξεκίνησα τις προπονήσεις συντηρητικά μεν στην αρχή, αλλά όταν ένα κόκκαλο δεν έχει θρέψει… Στις προπονήσεις το είχα χτυπήσει πολύ πιο δυνατά και πολύ πιο άσχημα και δεν με είχε ενοχλήσει. Στο Σίδνεϊ άνοιξε ακριβώς στο ίδιο σημείο και μάλιστα λίγο περισσότερο από την πρώτη φορά. Αναγκάστηκα να κάνω χειρουργείο και να βάλω σίδερο στο πόδι μου. Συνολικά έχω κάνει 13 σκόρπια χειρουργεία, για να βάλεις λάμα, να βγάλεις λάμα, σε γόνατα, χέρια, κουντεπιέ, δάχτυλα… Επειδή είμαι στην κατηγορία βαρέων βαρών είναι πολύ δυνατοί όλοι οι αθλητές και φαντάσου όλη αυτή τη δύναμη να έρχεται και από τις δύο πλευρές, μία πολύ δυνατή κλωτσιά στο χέρι ή στον καρπό. Έφυγα από το Σίδνεϊ με πολύ ανάμεικτα συναισθήματα. Θέλω να ευχαριστήσω τον ελληνικό Τύπο, αθλητικό και μη, γιατί γύρισα χωρίς μετάλλιο και με σπασμένο πόδι και μου συμπεριφέρονταν όλοι σαν να έχω κερδίσει μετάλλιο. Αυτό για ένα παιδί 20 χρονών, με την αβεβαιότητα και τον Γολγοθά που αντιμετώπιζα, αποτελεί κινητήριο δύναμη”.

Είναι 20 χρονών, με μία συμμετοχή σε Ολυμπιακούς και δύο φορές σπασμένο πόδι και τους γιατρούς να διστάζουν να του δώσουν ελπίδες. Κάνοντας τον απολογισμό του σκέφτεται πως πρόλαβε, και αγωνίστηκε. “Μέχρι να σπάσει το πόδι μου στους Ολυμπιακούς ήμουν σε πολύ καλή κατάσταση. Δεν μπορούσα όμως πλέον να φανταστώ πως θα γίνουν σε τέσσερα χρόνια οι Ολυμπιακοί στην Ελλάδα και εγώ δεν θα αγωνιστώ”.

“Κατάλαβες πως είσαι Ολυμπιονίκης;”

Επιστρέφει στην Ελλάδα και το πλάνο του είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ: “Αποφασίζω να διεκδικήσω το 2004 αυτό που έχασα το 2000. Τα δύο πρώτα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολύ βασανιστικά. Ξεπεράστηκαν με την πολλή αγάπη της οικογένειας μου και του προπονητή μου. Είχα πολύ άγχος γιατί μετρούσα κάθε μέρα την πρόοδο μου και το τι μπορώ να κάνω λόγω του τραυματισμένου ποδιού. Κατά τ’άλλα έβγαινα έξω, κοιτούσα να περάσω καλά, ξεκουραζόμουν μετά τους αγώνες μου και δεν έκανα τη μοναχική ζωή του αθλητή. Αν δεν έβγαινα και δεν ξεκουραζόμουν δεν ξέρω αν θα ήμουν ο ίδιος. Δεν ήθελα να είμαι ο αθλητής που δεν μπορούσε να βγει, να πιει και που δεν θα μπορούσα να μιλήσω ή να κάνω κάτι άλλο πέρα από την προπόνηση. Χαιρόμουν και ζούσα τη ζωή μου και αυτό με βοηθούσε και στην καριέρα μου”.

Αυτό που κάνει αυτούς τους Ολυμπιακούς ακόμα πιο ξεχωριστούς είναι το γεγονός πως διεξάγονται στην Ελλάδα. “Ήταν η πιο ωραία αθλητική ενέργεια που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Παντού χαμόγελα, θέληση για βοήθεια, εθελοντισμός, ψυχολογικό boost. Πάρα πολύ όμορφα συναισθήματα. Ακόμα και εμείς που ήμασταν σε αθλήματα όχι τόσο εμπορικά γινόμασταν ήρωες. Είναι τόσο μεγάλη η αντίθεση με τα πρόσωπα που βλέπεις σήμερα. Δεν έχει να κάνει με τα λεφτά και τις εγκαταστάσεις, αλλά με την ενέργεια. Πριν βγω να αγωνιστώ ρώτησα τους αθλητές που είχαν βγει πριν από μένα πώς είναι να αγωνίζεσαι σε ένα τόσο γεμάτο γήπεδο. Μου είπαν ‘άμα κοιτάξεις πάνω θα χαθείς, μην κοιτάξεις’ και όταν βγήκα κάρφωσα το βλέμμα μου στα πόδια του παιδιού που κρατούσε την ταμπέλα μπροστά μου. Γινόταν χαμός, έπαιζε ο Ζορμπάς και ο κόσμος χτυπούσε παλαμάκια, κρατούσαν τον ρυθμό. Καθώς πήγαινα στο τερέν είπα στον εαυτό μου πως αν δεν το ζήσω, τότε γιατί ήρθα εδώ; Και σήκωσα το κεφάλι και είδα με μια ματιά περίπου χίλιες ελληνικές σημαίες. Ανέβηκε ένας κόμπος στον λαιμό μου και είπα ok, το είδες, τώρα κατέβασε το κεφάλι κάτω”.

Αν και πλέον έχω καταλάβει πως ο στόχος του ήταν ξεκάθαρα το χρυσό και υποψιάζομαι την απάντησή του, τον ρωτάω για τα αισθήματά του όταν λίγες στιγμές αργότερα κέρδισε το ασημένιο μετάλλιο.

“Δεν μπόρεσα να χαρώ, γιατί έχασα στον τελικό και μάλιστα με νοκ άουτ. Είναι ο χειρότερος τρόπος για να χάσεις. Δεν ήθελα καν να βγω να πάρω το μετάλλιο. Άργησε να γίνει η απονομή στην κατηγορία μου ακριβώς για αυτόν τον λόγο, επειδή δεν ήθελα να βγω. Καθόμουν στον χώρο προθέρμανσης και έρχονταν από την οργανωτική επιτροπή και μου ζητούσαν να βγω και τους έλεγα να μου φέρουν το μετάλλιο εδώ. Ήρθε η μάνα μου και με ανάγκασε να βγω, αλλιώς δεν ξέρω πόση ώρα θα έμενα μέσα. Δεν υπάρχει ούτε μία φωτογραφία μου από το 2004 με το μετάλλιο όπου να χαμογελάω. Καμία”.

Ο Ηλίας με τη σειρά του αναφέρεται σε σπασμένες πόρτες στα αποδυτήρια: “Ανατριχιάζω κάθε φορά που το θυμάμαι. Τον βλέπω να βγαίνει κλαμένος για την απονομή και τον ρωτάω ‘κατάλαβες πως είσαι Ολυμπιονίκης;'”. Ο Αλέξανδρος απαντάει σε αυτήν τη ρητορική ερώτηση με μία καθυστέρηση αρκετών ετών:

“Εκ των υστέρων θα σου πω πως ναι, ήταν μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Αλλά για μία εβδομάδα, μπορεί και για τρεις, τα βράδια ξυπνούσα επειδή με βασάνιζε. Όλοι οι αθλητές λέμε ‘καλύτερα 3ος παρά 2ος’. Αν φτάσεις σε έναν τελικό παίζεις για να κερδίσεις. Τον αγώνα αυτόν τον έπαιζα διαρκώς στο μυαλό μου γιατί αυτό που έπαθα ήταν επειδή έχασα την ψυχραιμία μου. Από εκείνη την ημέρα και έπειτα κάθε φορά που πήγαινα να χάσω την ψυχραιμία μου μέσα σε αγώνα θυμόμουν πώς κατέληξε την τελευταία φορά που το έκανα. Επειδή είχα κάνει κάνα δυο κλωτσιές που θα μπορούσαν να είναι πόντοι και εκνευρίστηκα πολύ με τους διαιτητές. Και έτσι, από εκεί που ήθελα να κερδίσω τον αγώνα ήθελα να τον χτυπήσω. Όταν χάνεις την ψυχραιμία σου και δεν παίζεις με τακτική είναι το βούτυρο στο ψωμί του αντιπάλου. Όπως έχω επωφεληθεί και εγώ από τέτοιες καταστάσεις των αντιπάλων μου έτσι συνέβη και σε εμένα”.

Ο Ανέστης κατανοεί πλήρως τα αισθήματα του μεγάλου του αδερφού. “Και ο Αλέξανδρος έχει κερδίσει αγώνες με νοκ άουτ, αλλά η αλήθεια είναι πως στο άθλημα μας δεν είναι κάτι σύνηθες. Ήταν μια πολύ άτυχη στιγμή και στεναχωρηθήκαμε όλοι, αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός πως δικαίωσε τις προσδοκίες μας και πως ήταν μια τεράστια επιτυχία. Μας άφησε όμως μια γλυκόπικρη γεύση”.

Ο Κώστας από την πλευρά του, σχολιάζοντας τον τελικό αναφέρει πως “Αν ήμουν εγώ στην καρέκλα πιστεύω πως θα είχα την δυνατότητα να τον συγκρατήσω. Όταν βλέπεις τον άλλον να τα χάνει αυτό πρέπει να κάνεις και όχι να τον ωθήσεις”.

Η ιστορία δεν ξαναγράφεται, αλλά αν κρίνουμε από τα λεγόμενα του Αλέξανδρου το σενάριο του Κώστα είναι πολύ πιθανόν να είχε επιβεβαιωθεί: “Fast forward στον ημιτελικό του Πεκίνου, όταν δεν έπαιρνα πόντους για κάποια χτυπήματα πήγα να το χάσω πάλι, σκεφτόμουν χωρίς καμία τακτική. Και εκείνη την στιγμή ο Κώστας, που με είχε πλάτη και δεν με έβλεπε, με κατάλαβε.  Τον ακούω λοιπόν να μου φωνάζει από την καρέκλα ‘ήρεμα’. Τότε αποσυμπιέστηκα, σκέφτηκα καθαρά και κέρδισα”.

Μαχητής εντός και εκτός τερέν

Αν το χρυσό ήταν ο στόχος το 2004, πλέον τo 2008 στο Πεκίνο έμοιαζε με μονόδρομο. Ο Ηλίας θυμάται πως όταν τελείωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας ο Αλέξανδρος αγόρασε ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Ζήτησε τότε οι πινακίδες του να έχουν το 2008 ώστε να το βλέπει κάθε μέρα μπροστά του και να του υπενθυμίζει τον στόχο του. Η επίδοση του τον δικαίωσε, όχι όμως και το βάθρο στο οποίο ανέβηκε.

“Ήταν ένα αλάνθαστο τουρνουά για μένα, άσχετο που βγήκα ξανά δεύτερος. Δεν μιλάω ποτέ για αδικίες και διαιτησίες, αλλά εκείνη την χρονιά μου το πήρανε το χρυσό. Ένιωσα όμως ότι ανταμείφτηκα για όλον αυτόν τον κόπο των προηγούμενων ετών και επίσης έκανα την καλύτερη εμφάνιση της καριέρας, οπότε στο μυαλό μου ήταν σαν να το είχα πάρει το χρυσό, άσχετο αν βγήκα δεύτερος. Όταν βέβαια τελείωσε ο αγώνας και πήγα στα αποδυτήρια έγινε ένας μικρός χαμός, πήγα να τα σπάσω, αλλά όταν ήρθε η ώρα την απονομής σκέφτηκα πως είναι κρίμα να έχω δεύτερο συνεχόμενο ολυμπιακό μετάλλιο και να μην έχω φωτογραφίες που να χαμογελάω. Οπότε είπα πως πρέπει να βγω και να το χαρώ”.

Όσοι γνωρίζουν μιλάνε για ένα μεστό τουρνουά και την καλύτερη εμφάνιση του, που όμως αμαυρώθηκε από τα διαιτητικά λάθη. “Μερικοί αγώνες κερδίζονται στα χαρτιά και εμείς στα χαρτιά δεν ήμασταν δυνατοί”, λέει χαρακτηριστικά ο Κώστας, ενώ ο Ανέστης κάνει λόγο για σφαγή. “Η χαρά μας βέβαια ήταν τεράστια για την διάκρισή του, είχαμε όμως και οργή για την αδικία. Το να παρακολουθώ τον αδερφό μου να αγωνίζεται είναι δέκα φορές πιο αγχωτικό από όταν αγωνίζομαι ο ίδιος, γιατί πολύ απλά δεν έχω έλεγχο σε τίποτα”.

Η Δώρα Τσαμπάζη, η σύζυγος του Αλέξανδρου, παρόλο που ως αθλητική δημοσιογράφος έχει παρακολουθήσει άπειρους αγώνες στη ζωή της, αναφέρεται στα παιχνίδια της μοίρας καθώς δεν έχει παρακολουθήσει ζωντανά κανέναν από τους κρίσιμους αγώνες του Αλέξανδρου σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

“Γνωριστήκαμε τα Χριστούγεννα του 2012. Πιο πριν απλά γνωρίζαμε ο ένας ποιος είναι ο άλλος. Το 2004 και το 2008 δούλευα σε παιδικές κατασκηνώσεις, η δημοσιογραφία ήταν τότε ένα μακρινό σενάριο και ήμουν μακριά από τηλεοράσεις. Το 2000 δεν θυμάμαι γιατί δεν είδα τον αγώνα που σπάει το πόδι του, αλλά μάλλον η μοίρα ήξερε και με προστάτευσε τότε. Τα έφερε έτσι η ζωή, και για αυτόν τον αθλητή που παρακολούθησα ετεροχρονισμένα τις μεγάλες του επιτυχίες, έμαθα τα περισσότερα πράγματα για εκείνον από οποιοδήποτε άλλο. Τον αγώνα στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ δεν μπήκα ποτέ σε περιέργεια να τον δω από τότε που τον γνώρισα. Σεβάστηκα αυτό που για μένα η μοίρα είχε διαλέξει, να μην δω τον Αλέξανδρο να σπάει το πόδι του. Ωστόσο, κάποια στιγμή όταν ήταν καλεσμένος στα ‘Καρντάσιανς’, έπαιξε το βίντεο ο Γρηγόρης Αρναούτογλου και δεν πρόλαβα να αντιδράσω, ούτε να αλλάξω κανάλι και το είδα. Ήταν τρομακτικό να βλέπω να σπαράζει και να πονά ο άνθρωπός μου, ακόμα κι αν αυτό είχε συμβεί 14 χρόνια πριν. Φυσικά και δεν τόλμησα να το ξαναδώ”.

Η τέταρτη και τελευταία του συμμετοχή σε Ολυμπιακούς δεν είχε ως ορόσημο της τη διεκδίκηση του χρυσού, αλλά έχει μία διάκριση που ο Αλέξανδρος τη θεωρεί σαφώς πιο σημαντική.

“Το 2012, στο Λονδίνο, ήμουν σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής που θεωρώ πως  ήταν και το highlight της καριέρας μου. Ξεχωρίζω αυτή τη διάκριση και τη βάζω πάνω από τα μετάλλια, τα οποία είναι δύο κομμάτια σίδερο τα οποία τα κερδίζεις εσύ μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Το να σου απονείμει η πολιτεία και η ελληνική ολυμπιακή επιτροπή τον τίτλο του σημαιοφόρου της ελληνικής ολυμπιακής ομάδας είναι τιμή και η πιο συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή της καριέρας μου. Όσον αφορά στο αγωνιστικό μέρος, προετοιμάστηκα πάρα πολύ καλά, ήμουν στην ίδια κατάσταση με το 2008, μπορεί και καλύτερη. Προκρίθηκα πανηγυρικά με πολύ καλές εμφανίσεις και ήμουν έτοιμος για το χρυσό. Είχα όμως πολλά προβλήματα στην προετοιμασία, και προσωπικά και τραυματισμούς που με οδήγησαν να αγωνιστώ στους αγώνες σαν φάντασμα. Ήταν το χειρότερο μου τουρνουά, αγωνίστηκα χωρίς να πιστεύω πως θα κερδίσω. Είχα σχεδιάσει το 2012 να είναι οι τελευταίοι αγώνες της ζωής μου αποφάσισα να παίξω έναν ακόμη χρόνο για να μη σταματήσω με αυτόν τον τρόπο, μες στη σκιά. Αποφάσισα να αγωνιστώ στους Μεσογειακούς Αγώνες του 2013 που έγιναν στη Σμύρνη, όπου πήρα το ασημένιο μετάλλιο. Ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να σταματήσω τότε, αντί να εξαφανιστώ μετά το Λονδίνο έχοντας χάσει από τον πρώτο αγώνα”.

Δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω για τα αισθήματά του τώρα που πλησιάζουν οι Ολυμπιακοί του Ρίο, οι πρώτοι αγώνες στους οποίους δεν θα συμμετάσχει και από μόνος του παραδέχεται ότι “Είναι λίγο δύσκολες αυτές οι μέρες για μένα, όχι επειδή δεν θα αγωνιστώ, αλλά επειδή δεν θα είμαι στο Ολυμπιακό χωριό. Όταν με ρωτούσαν πόσο καιρό θέλουμε να μείνουμε εγώ έλεγα το μάξιμουμ, δηλαδή ένα μήνα. Είναι τέτοια η αύρα… Νιώθεις πως είσαι μέρος ενός παγκόσμιου κινήματος. Όλη αυτή η ομορφιά και η συναδελφικότητα θα μου λείψει”.

Ήταν άραγε δύσκολη η απόφαση του να μην συμμετάσχει; Όπως λέει ο ίδιος, είχε φτάσει στην ηλικία που το να ξεκουραστείς από την προπόνηση απαιτούσε περισσότερη ώρα από το να κάνεις προπόνηση. “Βρισκόμουν σε μια δύσκολη προσωπική κατάσταση, το οικονομικό τοπίο στην Ελλάδα ήταν πολύ θολό, οπότε θα έπρεπε να προσπαθήσω να πάω στο Ρίο με αρκετά μπαγκάζια δυσκολίας στην πλάτη και όλο αυτό να είναι εις βάρος μου τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Άλλο να είσαι 25-30 και όλη σου η ζωή να περιστρέφεται γύρω από ένα άθλημα είναι θεμιτό, αλλά στα 36–37 θεωρώ πως πρέπει να κάνεις και άλλα πράγματα. Με το που σταμάτησα το ταεκβοντό προσπάθησα να μαζέψω όλα αυτά τα χρόνια που έχασα με τον πρωταθλητισμό. Κάθε μέρα αθλούμαι, περίπου ένα τρίωρο, απλά κάνω πράγματα που με κάνουν χαρούμενο. Δεν μπορείς να σταματήσεις τις προπονήσεις μαχαίρι. Σου βαράει στον εγκέφαλο αν σταματήσεις απότομα, οι αθλητές είμαστε δέσμιοι των ενδορφινών που εκρήγνυνται μετά από κάθε προπόνηση. Μπορεί να έχουμε το απόλυτο άγχος ή στεναχώρια, αλλά μετά την προπόνηση είμαστε ευτυχισμένοι. Πάντα θα μου λείπει ένα χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, αλλά έφυγα γεμάτος”.

Ο Ηλίας εκφράζει νομίζω τις σκέψεις όχι μόνο της αθλητικής και δημοσιογραφικής κοινότητας, αλλά και ολόκληρης της χώρας που παρακολούθησε την πορεία του Αλέξανδρου, μέσα σε λίγες προτάσεις: “Δεν έχει καμία σημασία που δεν κατέκτησε χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο. Το μεγαλύτερό του μετάλλιο είναι πως έμεινε στην κορυφή για μία δεκαετία. Και η μεγαλύτερη ανταμοιβή του ήταν το ότι μπήκε πρώτος στο ολυμπιακό στάδιο του Λονδίνου”.

Το επόμενο ραντεβού θα δοθεί στην καρέκλα του προπονητή

“Δεν είναι κανόνας πως οι καλοί αθλητές γίνονται και καλοί προπονητές, ο Αλέξης όμως είναι πραγματικά πολύ καλός προπονητής, με έχει προπονήσει και εμένα, οπότε ξέρω τι λέω”. Μπορεί ο στόχος του να ξεπεράσει ένα αθλητής το όνομα του πατέρα του να έχει δυσκολίες σε πολλαπλά επίπεδα, πρακτικά και ψυχολογικά, ο αδερφός του Αλέξανδρου όμως, που έχει τη δική του πορεία στο ταεκβοντό – πορεία που συνοδεύεται από εξαιρετικά σημαντικές διακρίσεις – είχε ακόμα υψηλότερο πήχη, καθώς έπρεπε να αποδείξει τη δική του αξία, έχοντας έναν αδερφό ολυμπιονίκη. “Ο Αλέξης πάντα μου έλεγε πως είμαι διαφορετικός άνθρωπος και διαφορετικός αθλητής. Να μην συγκρίνω τον εαυτό μου και να μην άγχομαι. Μέχρι ένα σημείο τα κατάφερε και άρχισα να χτίζω το δικό μου όνομα”.

Και ο ίδιος ο Αλέξανδρος πιστεύει πως έχει πολλά να δώσει ως προπονητής και ελπίζει να μπορέσει να μεταβιβάσει στη νεότερη γενιά αθλητών τις γνώσεις και τις εμπειρίες του, “ώστε να έρθουν πολλά μετάλλια στη χώρα μας”.

“Μου αρέσει να ασχολούμαι και με μικρές ηλικίες, αλλά θεωρώ πως έχω πολλά να προσφέρω ιδίως στα παιδιά, από εφήβων και πάνω, που ασχολούνται με τον πρωταθλητισμό. Παράλληλα, τα τελευταία τέσσερα χρόνια είμαι πρέσβης του Navarino Challenge, μιας εκδήλωσης που έλειπε πολύ από την Ελλάδα. Πολλοί πρωταθλητές και Ολυμπιονίκες συμμετέχουμε κάθε χρόνο στις δράσεις του στο Westin Costa Navarino, όπου προσπαθούμε να φέρουμε όσο περισσότερο κόσμο γίνεται στην υγιή διατροφή και στην ζωή που γίνεται ομορφότερη μέσω της γυμναστικής”.

Όταν κανονίζαμε τη συνάντηση για τη συνέντευξη με είχε ρωτήσει αν μπορούμε να βρεθούμε σχετικά νωρίς γιατί “έχω τάξει στον γιόκα μου να τον πάω για μπάνιο”. Βλέποντας τους τώρα δίπλα δίπλα δεν μπορώ πρώτα σχολιάζω το πόσο πολύ μοιάζουν και αμέσως μετά ρωτάω το προφανές, αν δηλαδή ονειρεύεται μία επανάληψη της ιστορίας.

“Ο Φίλιππος είναι πέντε χρόνων. Σίγουρα θα έχει αθλητικό κορμί και θα γίνει πολύ ψηλός. Αν θελήσει να ασχοληθεί με τον αθλητισμό, φυσικά θα είμαι δίπλα του. Αν όμως με ρωτήσει, θα του πω να παίξει μπάσκετ. Δοκίμασα και ο ίδιος το μπάσκετ, καθώς ως παιδί πέρασα από όλα σχεδόν τα αθλήματα: βόλεϊ, μπάσκετ, χάντμπολ, λίγη πυγμαχία… Ο πατέρας μου με ωθούσε να τα δοκιμάσω, αρκεί φυσικά να επέστρεφα στο ταεκβοντό. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα ομαδικά αθλήματα και δεν ξέρω πού θα ήμουν πιο ευτυχισμένος, στο ομαδικό ή στο ατομικό στο οποίο κατέληξα να είμαι. Από την άλλη δεν μπορώ το αίσθημα πως κάποιος με κρεμάει και εξαιτίας του χάνω. Ίσως διαμορφώθηκα έτσι επειδή από μωρό ήμουν στο συγκεκριμένο άθλημα, ίσως υπό άλλες συνθήκες να ήμουν διαφορετικός. Τον γιο μου δεν τον προπονώ όσο θα ήθελα, γιατί δεν τον έχω στη Θεσσαλονίκη μαζί μου. Αν ο Φίλιππος ήταν εδώ δεν θα λειτουργούσα όπως ο πατέρας μου, από την άποψη πως θα ήμουν πιο συγκαταβατικός στο τι θέλει. Έτσι τουλάχιστον θεωρώ τώρα. Δεν ξεχνώ όμως πως ο πατέρας μου με έφτιαξε ως τον αθλητή που είμαι τώρα. Όταν προπονώ, το πώς δείχνω πράγματα, το τι με εκνευρίζει, το πώς στέκομαι, όλα αυτά είναι αντιδράσεις του πατέρα μου. Έτσι μεγάλωσα, με τον πατέρα μου σε ένα γυμναστήριο να με βλέπει να κάνω προπόνηση”.

Δεν ξέρω αν ευθύνονται τα δύο μέτρα ύψους που δεν βοηθάνε στο να περάσει απαρατήρητος, στη μικρή όμως απόσταση που διασχίσαμε μαζί με τον Αλέξανδρο, οι χαιρετισμοί και τα φιλικά χαμόγελα που συναντήσαμε μου έκαναν ακόμα πιο ξεκάθαρο το γεγονός πως απέναντι μου έχω ένα από τα πιο αγαπημένα παιδιά του ελληνικού αθλητισμού. Και αναφέρομαι σε αυτόν ως ‘παιδί’ με όλη τη συναίσθηση της σωματικής του διάπλασης και των 36 ετών του, δανειζόμενη και την οπτική της Δώρας:

“Για μένα ο Αλέξανδρος είναι δύο διαφορετικές εικόνες. Είναι η εικόνα του πρωταθλητή, του μαχητή και η εικόνα ενός παιδιού. Είναι δύο διαφορετικές εικόνες και όμως αντιστοιχούν στο ίδιο πρόσωπο. Στους αγώνες του, στις προπονήσεις του, στις δημόσιες εμφανίσεις του είναι ακριβώς όπως τον βλέπουμε όλοι, ένας αξιοπρεπής πρωταθλητής, ένας μαχητής, ένας πολύ καλός συνομιλητής. Όμως ταυτόχρονα, είναι και ένα παιδί, ένα παιδί που τα ‘θέλω’ του είναι τόσο απλά, όσο αυτά ενός παιδιού. Θέλει να τον προσέχουν, να τον περιποιούνται, να  τον αγαπούν και να παίζει. Να κάνει προπονήσεις και να παίζει μία ώρα τη μέρα xbox. Αν ο Αλέξανδρος τα έχει όλα αυτά, είναι ευτυχισμένος. Τόσο λίγα, τόσο απλά. Αυτό που δεν ξέρει ο κόσμος για τον Αλέξανδρο, γιατί βλέπει μόνο τη δημόσια εικόνα του που προανέφερα, είναι το πόσο διασκεδαστικός είναι στην παρέα. Έχει τους ίδιους φίλους που είχε από το σχολείο και όταν βρίσκονται κάνουν τις ίδιες ανοησίες μαζί. Από τότε που είμαστε μαζί δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχω γελάσει με την καρδιά μου με κάτι που θα κάνει. Είναι άγαρμπος στις κινήσεις του και συχνά κάνει ζημιές, ρίχνει ποτήρια, σπάει πιάτα και είναι πολύ ξεχασιάρης. Ναι, είναι ένα παιδί, απλώς με δύο μέτρα ύψος”.

Ο γάμος τους μετράει μόλις λίγες μέρες και όταν ρωτάω τον Αλέξανδρο για το πώς είναι αυτήν την περίοδο της ζωής του, μου απαντάει αφοπλιστικά πως όταν παντρεύεσαι σημαίνει πως κάτι στη ζωή σου πηγαίνει καλά.

“Βλέπουμε σειρές, ταινίες, μαζευόμαστε με φίλους στο σπίτι και κάνουμε διακοπές με τη μηχανή. Αγαπάω πολύ το gaming, όλα αυτά τα χρόνια ήταν το αγχολυτικό μου. Γενικότερα κοιτάω να κερδίσω το αίσθημα του κάνω ο,τι θέλω, γιατί δεν το είχα ποτέ. Αυτό κράτησε δύο χρόνια τώρα, αλλά από Σεπτέμβριο σχεδιάζω να επιστρέψω πιο δυναμικά στην προπονητική”.

Ακούγοντας την αποφασιστική φωνή του δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ πως σύντομα θα έρθει η στιγμή που θα είναι ο Αλέξανδρος αυτός που θα λέει “ήρεμα” στον επόμενο Έλληνα Ολυμπιονίκη.